Σιγά σιγά μπαίνουμε στη σκέψη και μάλιστα να μιλάμε σοβαρά πλέον για «ιδιωτικοποίηση» της Δικαιοσύνης, όταν πεισθούμε ότι πολλές υποθέσεις θα πρέπει να εξαιρεθούν της αρμοδιότητας των τακτικών δικαστηρίων, ακριβώς με στόχο την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, χωρίς συνάμα το εγχείρημα αυτό να συνεπιφέρει συνταγματικά και γενικώτερα δικαιοπολιτικά ζητήματα στην κοινωνία μας. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τα δικαστήρια δικάζουν, λύνουν το πρόβλημα των αντιδικούντων και δεν βεβαιώνουν γεγονότα. Αυτά μπορούν να διεκπεραιωθούν είτε από την Διοίκηση είτε και από άλλους φορείς του ιδιωτικού τομέα.
Καταλήγουμε ότι ρεαλιστική λύση στο πρόβλημα υπάρχει και μάλιστα άμεση εντός του σημερινού ελληνικού οικονομικού τοπίου της υποχρηματοδότησης. Απαιτείται να πεισθούν οι εμπλεκόμενοι (δικαστές-δικηγόροι-διοικητικοί υπάλληλοι) ότι το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί του ατομικού. Απαιτείται πολιτική βούληση! Υπάρχει σήμερα ?
Κατά καιρούς ήδη από την δεκαετία το ’80 έγιναν «προσπάθειες» επιτάχυνσης στην αστική δίκη, πχ στις εργατικές διαφορές με πρόβλεψη σύντομου προσδιορισμού δικασίμου και προθεσμία σύντομη έκδοσης απόφασης, ακριβώς γιατί ο νομοθέτης τότε προφανώς ήθελε να ευνοήσει τους εργαζόμενους (κυρίως) που προσέφευγαν στα δικαστήρια με εργατικές απαιτήσεις! Δηλαδή ενώ αναγνωριζόταν εδώ ο φόρτος ήδη τότε των δικαστηρίων και κατά συνέπεια η βραδυπορία της Δικαιοσύνης, ο στόχος εν τούτοις ήταν συγκεκριμένη διαδικασία των εργατικών διαφορών και όχι η επιτάχυνση της Δικαιοσύνης γενικότερα!
Επιπρόσθετα οι όποιες «προσπάθειες» τροποποίησης της Δικονομίας με στόχο την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, γίνεται εκ των ένδον, εντός δηλαδή του δεδομένου διαδικαστικού καθεστώτος. Δηλαδή με εμβαλωματικές διατάξεις και μόνον θεωρεί το κράτος ότι θα επιλύσει το πρόβλημα ης βραδυπορείας της Δικαιοσύνης! Πράγματι οι προαναφερθείσες διατάξεις σε υποθέσεις εργατικού δικαίου δεν απέδωσαν, μάλιστα δε τα δικαστήρια τις αγνόησαν και δεν τις εφάρμοζαν, προφανώς λόγω φόρτου! Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι υπάρχει και μία στρουθοκαμηλική νομοθετική πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία, καθυστέρηση έκδοση απόφασης πάνω από οκτώ (μάλιστα οκτώ) μήνες, συνεπάγεται την αφαίρεση του φακέλου από τον δικαστή και ανάθεση της υπόθεσης σε άλλον!!! Ούτε και αυτή η ρύθμιση εφαρμόζεται σοβαρά, αν δε εφαρμοσθεί σημαίνει την εξ αρχής εξέταση της υπόθεσης!!! Μπορούν να αναφερθούν και άλλες απόπειρες επιτάχυνσης της απονομής της αστικής δικαιοσύνης που τελικώς δεν επέφεραν το ποθούμενο αποτέλεσμα.
Πρόσφατο (2014) είναι το παράδειγμα της τροποποίησης της Πολιτικής Δικονομίας κατ’επιταγή της Τρόϊκας. Πράγματι η τότε κυβέρνηση εκπόνησε σχέδιο ριζικής τροποποίησης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με στόχευση την επιτάχυνση της πολιτικής δίκης. Το σχέδιο αυτό επικρίθηκε έντονα από διάφορους φορείς (ενδεικτικά δικηγόρους και ανώτατους δικαστές), διότι αφενός με αυτό εθίγοντο βάναυσα δικαιώματα διαδίκων (ειδικότερα στην αναγκαστική εκτέλεση) υπέρ πχ των τραπεζών, αφετέρου δεν διαφαινόταν προοπτική επιτάχυνσης της διαδικασίας! Μάλιστα ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και νυν πρωθυπουργός επισκεπτόμενος τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών εδήλωσε ότι το νομοσχέδιο αυτό ουδέποτε θα γίνει νόμος! Μετά την εν γένει σφοδρή αντίδραση το νομοσχέδιο έμεινε στο συρτάρι, έως ότου η νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές Ιανουαρίου 2015 πιεζόμενη από τους εταίρους μας και αφυπνισθείσα από τις αυταπάτες της, εν μια νυκτί, χωρίς στοιχειώδεις τροποποιήσεις που έστω να αντανακλούσαν στην ιδεολογία της προστασίας του ασθενέστερου πχ του πληγέντος από τη κρίση οφειλέτη των τραπεζών, ή των δικαιωμάτων του Δημοσίου κατέστησε αυτό νόμο του κράτους με ισχύ από 1.1.2016 !
Ουδεμία έκτοτε επιτάχυνση επιτεύχθηκε, ούτε αναμένεται τέτοια, μάλλον δε η «συμφόρηση» των δικαστηρίων έχει επιδεινωθεί ! Είναι ξεκάθαρο ότι ο τελευταίος «νομοθέτης» δεν στόχευε στην επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης επ’ωφελεία του κοινωνικού συνόλου δια της οικονομικής ανάπτυξης του Τόπου, αλλά με ένα σύνολο αντιφατικών και πρωτόγνωρων νομοθετικών ρυθμίσεων να δείξει ως «καλός μαθητής» ότι έκανε τα μαθήματά του! Αν η (εκάστοτε) κυβέρνηση ως έχουσα τη νομοθετική πρωτοβουλία στόχευε στην απελευθέρωση της οικονομικής δραστηριότητας από τον βραχνά της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης , όχι μόνο στην πολιτική δίκη αλλά και στην διοικητική θα λάμβανε τέτοια μέτρα τροποποίησης/συμπλήρωσης αναχρονιστικών και ανασταλτικών της αναπτυξιακής πορείας της Χώρας διατάξεων και πρακτικών, ενδεικτικά στις αναπτυξιακού χαρακτήρα δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου ο καθένας που επικαλείται «έννομο συμφέρον περιβαλλοντολογικό!) μπορεί να μπλοκάρει επί 10ετία περίπου επενδυτικό πλάνο!
Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι θετικές ρυθμίσεις που δίνουν τη δυνατότητα για την εκτός δικαστηρίου επίλυσης ιδιωτικών διαφορών με το θεσμό της διαμεσολάβησης. Ακόμη και η επίκαιρη εξωδικαστική επίλυση των λεγόμενων «κόκκινων δανείων» αποτελούν θετικά βήματα προς την εδώ υποδεικνυόμενη κατεύθυνση. Και η από το Δίκαιο προβλεπόμενη, γνωστή στο ευρύ κοινό «Διαιτησία» που ρυθμίζεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ίσχυε από «αρχαιοτάτων» καθ’υπερβολή του λόγου χρόνων σηματοδοτούν την πρόθεση της Πολιτείας για ανεξαρτητοποίηση της επίλυσης οικονομικών διαφορών από την κρατική δικαιοσύνη χάριν ευκολίας και ταχύτητας και δείχνουν τη σωστή κατεύθυνση. Όμως οι διαδικασίες αυτές έχουν δύο βασικά «μειονεκτήματα» που τις καθιστούν «δώρο άδωρο»: Οι εναλλακτικές αυτές λύσεις επίλυσης διαφορών ιδιωτικού δικαίου δεν είναι υποχρεωτικές! Επί πλέον σε ένα (τελικό) στάδιο εμπλέκουν για επικύρωση και πάλι το Δικαστήριο, με ό,τι αυτό διαδικαστικά συνεπάγεται. Κυρίως μη όντας υποχρεωτικές η ευόδωσή τους συνέχεται αναγκαία με την κουλτούρα των Ελλήνων! Δεν τις εμπιστεύονται ή δεν τις έχουν διαχρονικά εμπεδώσει, όπως τουλάχιστον συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με συνέπεια να μην απορροφάται ικανός αριθμός υποθέσεων από αυτές.
Συνακόλουθα: Ένα πρώτο, άμεσο, εν πολλοίς ανέξοδο μέτρο για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων θα ήταν η αφαίρεση ύλης από τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια σε συνδυασμό με άμεση νομοθέτηση εκείνων των ρυθμίσεων που αποτρέπουν στρεψοδικίες (περιορισμός στην άσκηση ενδίκων μέσω, εφέσεων, αναιρέσεων). Η αφαίρεση ύλης προφανώς θα πρέπει να εξετασθεί εντός των πλαισίων του συνταγματικώς επιτρεπτού και του μη αποκλεισμού του πολίτη από το φυσικό του δικαστή.
Το πρόβλημα προς την εδώ επιδιωκόμενη κατεύθυνση λύνεται μάλλον ευχερώς. Το πρόβλημα όμως που θα ανακύψει είναι αλλού: Η αντίδραση των συντεχνιών είναι στη Χώρα μας αναπόφευκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εμπλεκόμενες με το πρόβλημα της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης ομάδες ουδέποτε πρότειναν σχετικά μέτρα. Πάντοτε ήσαν αντίθετες με όποια, έστω δειλά και μεμονωμένα θεσμοθετούνταν, υπό το πρόσχημα πάντοτε της δήθεν αντισυνταγματικότητας.
Στην πραγματικότητα όμως επιδιώκουν να «προστατέψουν» τη συντεχνία τους σε οικονομικό επίπεδο! Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσφατο γεγονός που όμως δεν επισημάνθηκε ιδιαίτερα, όταν η ΄Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων αντέδρασε στην πρόσφατη ρύθμιση, να μη μετέχουν πλέον των αρχαιρεσιών των σωματείων δικαστές (αλλά δικηγόροι)! Δεν επιχειρηματολόγησε καν υπό το πρίσμα του κοινού καλού, της αποφόρτισης των δικαστών με «πάρεργα» που περιορίζουν την απόδοσή τους, αλλά η κριτική της υπέκρυπτε ιδιοτελή (οικονομικά) συμφέροντα, διότι οι δικαστές αμείβονταν για τη συμμετοχή αυτή επί πλέον του μισθού τους. Αντίστροφη ήταν όμως και η ικανοποίηση του δικηγορικού κλάδου για ευνόητους λόγους.
Το πρόβλημα προς την εδώ επιδιωκόμενη κατεύθυνση λύνεται μάλλον ευχερώς. Το πρόβλημα όμως που θα ανακύψει είναι αλλού: Η αντίδραση των συντεχνιών είναι στη Χώρα μας αναπόφευκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εμπλεκόμενες με το πρόβλημα της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης ομάδες ουδέποτε πρότειναν σχετικά μέτρα. Πάντοτε ήσαν αντίθετες με όποια, έστω δειλά και μεμονωμένα θεσμοθετούνταν, υπό το πρόσχημα πάντοτε της δήθεν αντισυνταγματικότητας.
Στην πραγματικότητα όμως επιδιώκουν να «προστατέψουν» τη συντεχνία τους σε οικονομικό επίπεδο! Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσφατο γεγονός που όμως δεν επισημάνθηκε ιδιαίτερα, όταν η ΄Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων αντέδρασε στην πρόσφατη ρύθμιση, να μη μετέχουν πλέον των αρχαιρεσιών των σωματείων δικαστές (αλλά δικηγόροι)! Δεν επιχειρηματολόγησε καν υπό το πρίσμα του κοινού καλού, της αποφόρτισης των δικαστών με «πάρεργα» που περιορίζουν την απόδοσή τους, αλλά η κριτική της υπέκρυπτε ιδιοτελή (οικονομικά) συμφέροντα, διότι οι δικαστές αμείβονταν για τη συμμετοχή αυτή επί πλέον του μισθού τους. Αντίστροφη ήταν όμως και η ικανοποίηση του δικηγορικού κλάδου για ευνόητους λόγους.
Καταλήγουμε ότι ρεαλιστική λύση στο πρόβλημα υπάρχει και μάλιστα άμεση εντός του σημερινού ελληνικού οικονομικού τοπίου της υποχρηματοδότησης. Απαιτείται να πεισθούν οι εμπλεκόμενοι (δικαστές-δικηγόροι-διοικητικοί υπάλληλοι) ότι το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί του ατομικού. Απαιτείται πολιτική βούληση! Υπάρχει σήμερα ?
Δρ. Γεώργιος Α. Ροδόπουλος
Δικηγόρος