ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ - (ΜΕΡΟΣ Β!)
Πού οφείλεται η «τρενάρισμα» των δικών στην Ελλάδα ; Ιδού μερικά αίτια επιγραμματικά: Βυζαντινοτυπολατρική ακόμη διάρθρωση του νομικού μας συστήματος, πολυνομία και αντιφατικότητα των κατά καιρούς ρυθμίσεων, έλλειψη υλικοτεχνικών υποδομών και μηχανοργάνωσης και αντίστοιχης δεξιότητας των συμμετεχόντων στη δίκη (δικαστών- δικηγόρων- διοικητικών υπαλλήλων), ανεπαρκής αριθμός δικαστών και διοικητικού προσωπικού των δικαστηρίων, στρεψοδικαστική διάθεση των διαδίκων, επαγγελματική ανεπάρκεια των παραγόντων της δίκης, πολύπλοκη και εν πολλοίς αντιφατική και πρόχειρη νομοθέτηση ιδίως τα τελευταία έτη, αυξημένος όγκος υποθέσεων με τον οποίον επιβαρύνεται δικαίως και αδίκως το δικαστικό μας σύστημα. Λόγοι που επιτείνουν το παραπάνω πρόβλημα ακόμη είναι οι παντός είδους εξωθεσμικές παρεμβάσεις (πολιτικές και άλλων συμφερόντων), η διαφθορά των λειτουργών και των παραγόντων της δίκης. Είναι νωπή ακόμη η παραίτηση της εισαγγελέως διαφθοράς και οι καταγγελίες της!
Η ορθή και μόνο απονομή (τεκμηριωμένη και σύμφωνα με τις επιταγές της Νομοθεσίας), αν μπορεί κάποιος να θεωρήσει εννοιολογικά τον όρο «ορθή» ανεξάρτητο από την σύντομη ή εν πάση περιπτώσει σε εύλογο χρονικό διάστημα απονομή της, δεν πάσχει ιδιαίτερα ή ανησυχητικά στην Ελλάδα, και δεν είναι αντικείμενο της παρούσας. Εκείνο που επείγει να αντιμετωπισθεί ριζικά είναι η συντόμευση της απονομής της Δικαιοσύνης, ή χρονική ελαχιστοποίηση της υπό επίλυση οικονομικής εκκρεμότητας. Είναι κοινός τόπος ότι το νομικό μας σύστημα παρουσιάζει πολλές παθογένειες (ποιότητα εμπλεκομένων στη δίκη, υλικοτεχνικές υποδομές, κακή νομοθέτηση και πολυνομία), η συνολική άρση των οποίων προϋποθέτει στοιχειωδώς χρηματοδοτικά ευημερούσα κοινωνία καθώς και κοινωνία που μπορεί να σχεδιάσει, προϋπολογίσει και μελετήσει ενδελεχώς το πρόβλημα και την επιδιωκόμενη λύση! Δηλαδή κανονικό κράτος που εισπράττει φόρους και μπορεί να ξοδεύει. Άρα σήμερα οφείλουμε να προτείνουμε ρεαλιστική και εν πολλοίς ανέξοδη χρηματοδοτικά εκ μέρους του Κράτους λύση συμβάλλοντες στο σημείο αυτό στην ανάπτυξη του Τόπου.
Η ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης ενισχύει την εμπιστοσύνη του πολίτη στο Κράτος και ενισχύει και θωρακίζει τον κοινωνικό ιστό. Όταν λέμε ταχεία δεν εννοούμε βεβιασμένη, πρόχειρη και χωρίς τη δέουσα περίσκεψη απόφαση, αλλά έκδοση απόφασης σε εύλογο χρονικό διάστημα ανάλογα με τη σπουδαιότητα και πολυπλοκότητα/δυσκολία της περίπτωσης. Από την άλλη μεριά η αργή διαδικασία έκδοσης απόφασης δεν οφείλεται οπωσδήποτε στο ότι το Δικαστήριο επεξεργάζεται την υπόθεση με επιμέλεια, με δέουσα προσοχή και σε βάθος, αλλά η καθυστέρηση υποδηλώνει κυρίως αντικειμενικές δυσκολίες (φόρτος εργασίας, αδυναμίες της διοίκησης, ποικίλες ενασχολήσεις ή εξωδικαστικά καθήκοντα του δικαστή) ή και υποκειμενικές δηλ ανεπάρκεια του δικαστή, που μετά βεβαιότητας όλα αυτά οδηγούν σε προβληματική απόφαση. Επομένως το σκοπούμενο είναι η ταχεία εκκαθάριση της διαφοράς από το δικαστήριο, χωρίς όμως έκπτωση ως προς την ποιότητα.
Η άρση όλων αυτών των αιτίων προφανώς και είναι κατ’αρχήν εφικτή. Απαιτείται μεθοδολογική επιμονή, σχεδιασμός, πόροι, εκπαίδευση και εν τέλει σοβαρή πολιτική βούληση για την υπερπήδηση και συντεχνιακών ακόμη εμποδίων. Το αποτέλεσμα θα είναι μακράς απόδοσης. Εως τότε, έως ότου δηλαδή η Χώρα αρχίσει να ανακάμπτει, τι προτείνεται; Θα μείνουμε να προσδοκούμε οικονομική ευρωστία του Κράτους κατ’αρχάς, για να επιφέρουμε αλλαγές στη Δικαιοσύνη, ή η βελτίωση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης είναι αυτό που θα (συν)δημιουργήσει ανάπτυξη; Μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε, έστω δειλά αλλά αποφασιστικά με δομικές αλλαγές στο δικαιικό μας σύστημα, μάλιστα με αλλαγές μηδαμινού χρηματοδοτικού κόστους?
Προείπαμε ότι μία αιτία (όντως βασική) της βραδυπορείας της ελληνικής δικαιοσύνης είναι ο φόρτος εργασίας των δικαστηρίων. Ενώ αποστολή της Δικαιοσύνης είναι κυρίως η επίλυση δικαστικής ΑΝΤΙδικίας γύρω από κάποιο οικονομικής υφής αντικείμενο, εν τούτοις στο νομικό μας σύστημα έχει θεσμοθετηθεί (ίσως κατά παγκόσμια πρωτοτυπία) αρμοδιότητα του Δικαστή και για θέματα που δεν συνιστούν διαφορές που να έχουν ανάγκη «επίλυσης», γιατί δεν υπάρχει καν αντιδικία. Έτσι ο ρόλος του Δικαστή στις τελευταίες περιπτώσεις εξαντλείται μόνο στη διαπίστωση ενός (νομικού) γεγονότος και στην επικύρωσή του με τη «βούλα» της δικαστικής αυθεντίας και αμεροληψίας, με την τυπική όμως μορφή απόφασης. Οι περιπτώσεις αυτές, μερικές θα εκτεθούν ενδεικτικά πιο κάτω, επιβαρύνουν σοβαρά την ήδη εμφραγματικά φορτωμένη Δικαιοσύνη! Και όχι μόνο αυτό : Ο Δικαστής είναι θεσμικά επιφορτισμένος και με μη δικαιοδοτικά καθήκοντα. Δηλαδή εκτός από το να «αποφασίζει» από έδρας ο Δικαστής σε αρκετές περιπτώσεις «κατεβαίνει» απ’αυτήν και με την ιδιότητά του μετέχει και σε εξωδικαστικές διαδικασίες, επειδή η Πολιτεία θεωρεί ότι το κύρος του επιβάλλει να «επικυρώνει» θεσμικές διαδικασίες και έτσι αυτή τρόπον τινά να «απενοχοποιείται»! Ενδεικτικά αναφέρω, συμμετοχή του Δικαστή σε αρχαιρεσίες σωματείων, στις βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές ως δικαστικός αντιπρόσωπος κλπ. Όλα τα παραπάνω συμβάλλουν στη συμφόρηση της Δικαιοσύνης, τολμώ δε να πω ότι αποτελούν συνάμα και πρόσχημα για την όποια καθυστέρηση της εν γένει απονομής της.
Παραδείγματα της «πολυπραγμοσύνης» της ελληνικής Δικαιοσύνης : Θα έχει ακούσει ο αναγνώστης, αν δεν έχει συμμετάσχει ο ίδιος σε δημοσίευση διαθήκης! Αν τύχει να είστε κληρονόμος μέσω διαθήκης, για να μπορέσετε να ασκήσετε όλα τα δικαιώματα ως κληρονόμος θα πρέπει αυτή η διαθήκη να δημοσιευτεί και αναγνωριστεί από το Ειρηνοδικείο της περιοχής του θανόντος! Με άλλα λόγια οφείλετε να αποτανθείτε σε δικηγόρο, αυτός να συντάξει σχετική αίτηση στο Ειρηνοδικείο, να προσδιοριστεί δικάσιμος, να «εκδικαστεί» η υπόθεση στο ακροατήριο, να εξετασθεί ένας μάρτυρας, να ασχοληθεί μετέπειτα ο δικαστής με τη σύνταξη της «απόφασης». Ο ειρηνοδίκης θα εκδόσει απόφαση, αφού εξεταστεί κάποιος μάρτυρας στη «δίκη» (παρωδία θα έλεγα) ότι πράγματι ο γραφικός χαρακτήρας είναι του διαθέτη, χωρίς να υπάρχει τυχόν αμφισβήτηση, πχ κάποιου άλλου ενδιαφερόμενου! Παραλείπω εδώ να αναφέρω τις όχι λίγες λαθροχειρίες προκειμένου να αναγνωρισθεί το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το συμφέρον κάποιων, αφού ο δικαστής δεσμεύεται από τον νόμο να δεχθεί σχεδόν πάντοτε τα όσα ο «μάρτυρας» καταθέτει περί του «γνησίου» της διαθήκης (γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη) ! Χρειάζεται, θα ρωτήσετε παρέμβαση δικαστή γι’αυτή τη διαδικασία; Ακόμη και η λύση του γάμου, δηλαδή διαζύγιο με συμφωνία των συζύγων. Και εδώ ο δικαστής απλώς επικυρώνει τη βούλησή τους να χωρίσουν και τίποτε παραπάνω! Επίσης υπάρχουν πολλές νομοθετικά προβλεφθείσες περιπτώσεις δικαστικής «επίλυσης», όπου όμως καμία αντιδικία υφίσταται, ώστε να δικαιολογεί το «μάτι» του κριτή! ΄Ετσι εδώ υπάγονται ενδεικτικά, η σύνταξη ληξιαρχικής πράξης (βεβαίωση γεγονότος), κήρυξη αφάνειας ενός προσώπου, αναγνώριση σωματείου, σύγκληση συνέλευσης συνεταιρισμού, άρνηση καταχώρησης αυτού που διατηρεί δημόσια βιβλία, διορισμός πραγματογνώμονα, διορισμός επιτρόπου ενός χρήζοντος προστασίας προσώπου, υιοθεσία, δικαστικός συμπαραστάτης προσώπου, δήλωση αποδοχής ή αποποίησης κληρονομιάς, έκδοση κληρονομητηρίου, σφράγιση πραγμάτων, σφράγιση- αποσφράγιση- επανασφράγιση περιουσίας, ορισμός συμβολαιοράφου και πραγματογμώμονα για απογραφή, εξέταση σφραγίδων κατά την αποσφράγιση πραγμάτων, πρόσκληση για αναγγελία δικαιώματος, δόση βεβαιωτικού όρκου, κλπ. Ολες οι παραπάνω περιπτώσεις που στις οποίες ο νόμος έχει δόσει ένα περίεργο τίτλο, Εκούσια Δικαιοδοσία, για να τις αντιδιαστείλει από τις άλλες περιπτώσεις της πραγματικής δίκης (αντιδικίας), καταλαμβάνουν καθημερινά ανά την Επικράτεια μεγάλο όγκο της λειτουργίας των δικαστηρίων με τα αυτονόητα για όλους μας αρνητικά αποτελέσματα. Ετσι μιά αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, τακτικής διαδικασίας που κατατέθηκε το 2011 εκδικάζεται μετά από μία αναβολή (σύνηθες φαινόμενο!) το 2017, προφανώς λόγω ενασχόλησης των δικαστών με τις προαναφερθείσες περιπτώσεις !
Δρ. Γεώργιος Α. Ροδόπουλος
Δικηγόρος