Έχει υποστηριχθεί ότι η αναποτελεσματικότητα και η χαμηλή παραγωγικότητα των συστημάτων υγείας, είναι δύο (επιπλέον) παράγοντες που συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση των δημοσίων δαπανών διαχρονικά, επιχείρημα το οποίο δικαιολογείται στην περίπτωση της Ελλάδος, όταν παρατηρήσουμε τα χαρακτηριστικά του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης στην χώρα μας.
Η «αποδοτικότητα» γενικά είναι μια σχετική έννοια. Η αποδοτικότητα ενός παραγωγού ορίζεται από τη σύγκριση των εισροών και εκροών του με τις εισροές και εκροές εκείνων των παραγωγών που λειτουργούν καλύτερα από όλους.
(* Θάνος Αθανασόπουλος).
Το δημογραφικό φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού, η ραγδαία εξέλιξη και χρήση της τεχνολογίας με την αύξηση του κόστους που την συνοδεύει, η καθολική ασφάλιση του πληθυσμού, η αύξηση των απαιτήσεων από την πλευρά της κοινωνίας για επέκταση της υγειονομικής κάλυψης και των παρεχόμενων υπηρεσιών, το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης από την πλευρά των προμηθευτών υπηρεσιών υγείας και άλλα, συγκροτούν μια σειρά από παράγοντες που είχαν (?) οδηγήσει προς ένα ανησυχητικό φαινόμενο. Ο ρυθμός αύξησης των δαπανών υγείας να υπερβαίνει διαχρονικά το ρυθμό αύξησης του εισοδήματος, γεγονός που σημαίνει ότι οι δαπάνες υγείας απορροφούσαν ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος, καθιστώντας έτσι δύσκολη την επιβίωση των συστημάτων υγείας υπό τέτοιες συνθήκες.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, οι τέλειες ανταγωνιστικές αγορές οδηγούν σε βέλτιστη κατανομή και χρήση των πόρων. Αντίθετα, στις περιπτώσεις εκείνες όπου δεν μπορεί να λειτουργήσει μια ανταγωνιστική αγορά ή όταν δραστηριοποιούνται οργανισμοί μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών υγείας, δεν μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια βέλτιστη αποδοτικότητα. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι : Υπάρχει η έννοια της Αποδοτικότητας μιας Μονάδας Υγείας και με ποιόν τρόπο μπορούμε να την εκτιμήσουμε ?
Η «αποδοτικότητα» γενικά είναι μια σχετική έννοια. Η αποδοτικότητα ενός παραγωγού ορίζεται από τη σύγκριση των εισροών και εκροών του με τις εισροές και εκροές εκείνων των παραγωγών που λειτουργούν καλύτερα από όλους.
Αυτοί είναι οι παραγωγοί που καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν την ελάχιστη ποσότητα εισροών για την παραγωγή συγκεκριμένων εκροών ή αντιστρόφως, παράγουν τη μέγιστη ποσότητα εκροών με δεδομένη ποσότητα εισροών. Υπό αυτή την έννοια, η αποδοτικότητα καθορίζεται από τη σύγκριση που πραγματοποιείται σε σχέση με τη βέλτιστη απόδοση παραγωγής.
Ο τομέας της υγείας παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η αβεβαιότητα που επικρατεί τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς, γεγονός που συνεπάγεται ασύμμετρη πληροφόρηση και προβλήματα ηθικού κινδύνου, καθώς καταστρατηγείται πολλαπλά η έννοια της κυριαρχίας του καταναλωτή ως βασικής υπόθεσης μιας ανταγωνιστικής αγοράς. Γενικότερα, ο συνδυασμός της αβεβαιότητας και του κινδύνου που υπάρχει σε επίπεδο δομής υγειονομικής αγοράς, ο ρόλος του επαγγελματία υγείας που λειτουργεί ως μέρος της προσφοράς αλλά και της ζήτησης, ο διαχωρισμός αυτού που επωμίζεται την δαπάνη (ασφαλιστικός φορέας) και αυτού που λαμβάνει την υπηρεσία υγείας (ασθενής) και τα ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με την παροχή υγειονομικής περίθαλψης για την κάλυψη των αναγκών, οδηγούν σε φαινόμενα που δεν παρατηρούνται σε άλλους κλάδους της οικονομίας.
Ειδικότερα, η ζήτηση για υγειονομική περίθαλψη δεν είναι κάτι που το επιλέγει κάποιος, υπό την έννοια ότι οι ιδιώτες δεν καταναλώνουν υγειονομική περίθαλψη για να «μεγιστοποιήσουν την ωφέλειά τους», αλλά επειδή θέλουν να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας τους. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η κατανάλωση συνδέεται με το συναίσθημα δυσανεξίας, πόνου και ταλαιπωρίας που θα ήταν επιθυμητό να αποφευχθεί εάν υπήρχε η δυνατότητα επιλογής. Επίσης ο καταναλωτής των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης δεν έχει ποτέ πλήρη πληροφόρηση και γνώση των χαρακτηριστικών του εμπορεύματος που καταναλώνει (στην περίπτωση μας της υγειονομικής περίθαλψης) και συνήθως ο πάροχος της υπηρεσίας είναι αυτός που αποφασίζει ποια υπηρεσία είναι καλύτερη πριν την εφαρμόσει στον ασθενή-καταναλωτή. Αυτή η ασύμμετρη πληροφόρηση οδηγεί σε μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ του παρόχου και του καταναλωτή και προκαλεί φαινόμενα προκλητής ζήτησης και ηθικού κινδύνου.
Ακόμη, λόγω της ηθικής και κοινωνικής φύσεως των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, οι υπηρεσίες αυτές έχουν δοθεί κατά κύριο λόγο σε δημόσια μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Ο κλάδος υπόκειται σε αυστηρές ρυθμίσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις μονοπωλείται, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να μην είναι πλήρως ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε εναλλακτικούς παρόχους. Τέλος, οι ιατροί οι οποίοι αποτελούν και τα σημεία κλειδιά του συστήματος υγείας, δεν έχουν ισχυρά κίνητρα για να είναι αποτελεσματικοί και παραγωγικοί. Πρωταρχικός στόχος τους είναι να μεγιστοποιηθεί η ικανοποίηση των ασθενών τους, αντί να επιδιώκουν τη βέλτιστη χρήση των πόρων, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολές όταν ένα τρίτο μέρος, όπως ένας ασφαλιστικός φορέας ή η κυβέρνηση, αναλαμβάνει το κόστος της παροχής υπηρεσιών υγείας.
Εξαιτίας ακριβώς όλων αυτών των ιδιαιτεροτήτων, η συγκεκριμένη αγορά μπορεί να οδηγηθεί σε αποτυχία αποτελεσματικής κατανομής και αξιοποίησης των περιορισμένων πόρων, αδυναμία η οποία δεν δημιουργούσε σημαντικές ανησυχίες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 και του '60 και στις αρχές του '70. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης των πιο αναπτυγμένων χωρών επεκτάθηκαν γρήγορα, για να γίνουν τελικά περίπλοκες υπηρεσίες που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και του '90 έως τις μέρες μας, η αποδοτικότητα και η παραγωγικότητα άρχισαν να αποτελούν κεντρικό ζήτημα τόσο σε πολιτικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο.